- ελμίς
- ηγένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών παρνιδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Elmidae — Macronychus quadrituberculatus, Aus: G. G. Jacobson, Die Käfer Russlands und Westeuropas (St. Petersburg 1905 15), T. 42) Systematik Klasse … Deutsch Wikipedia
έλμινς — η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις) σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος) … Dictionary of Greek
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek
λουμπρίκουλος — ο γένος υδρόβιων ολιγόχαιτων δακτυλιοσκωλήκων τής υφομοταξίας ιλυόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lumbriculus (< λατ. lumbriculus < lumbricus «σκουλήκι τής γης, έλμις»)] … Dictionary of Greek
u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- — u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē English meaning: to turn, wind; round, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen” Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”) Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary